- σύναρσις
- (-εως) η уст. помощь; поддержка, содействие;
θεία σύνάρσει — с божьей помощью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεία σύνάρσει — с божьей помощью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύναρσις — balancing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάρσει — σύναρσις balancing fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνάρσεϊ , σύναρσις balancing fem dat sg (epic) σύναρσις balancing fem dat sg (attic ionic) συναραρίσκω join together aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάρσεις — σύναρσις balancing fem nom/voc pl (attic epic) σύναρσις balancing fem nom/acc pl (attic) συναραρίσκω join together aor subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάρσεσιν — σύναρσις balancing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναρσιν — σύναρσις balancing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναρση — η / σύναρσις, άρσεως, ΝΜΑ [συναιρώ] βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη («θείᾳ συνάρσει» με τη βοήθεια τού θεού) αρχ. 1. συνάφεια 2. γραμμ. (σχετικά με φωνήεντα) ενίσχυση … Dictionary of Greek
συνάρσεων — συνάρσεω̆ν , σύναρσις balancing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάρσεως — συνάρσεω̆ς , σύναρσις balancing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)